- μυέλινος
- -η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) [μυελός]1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό2. μτφ. τρυφερός, απαλόςνεοελλ.φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας τής παρεγκεφαλίδαςβ) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια τού οπτικού θαλάμου.
Dictionary of Greek. 2013.